- ηγουμενικός
- -ή, -ό (Μ ηγουμενικός, -ή, -όν) [ηγούμενος]αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ηγούμενο ή στην ηγουμένη.επίρρ...ηγουμενικώς και ηγουμενικά με τρόπο ηγουμένου, με ηγουμενικό τρόπο.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ηγουμενικός — ή, ό αυτός που ανήκει ή αναφέρεται ή αρμόζει στον ηγούμενο (ή την ηγουμένη) μοναστηριού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ԱՌԱՋՆՈՐԴԱԿԱՆ — (ի, աց.) NBH 1 0291 Chronological Sequence: Unknown date, 5c, 6c, 7c, 8c, 10c, 11c, 12c ա. ἠγουμενικός principalis, τὸ ἠγεμονικόν princeps Սեպհական առաջնորդաց եւ առաջնորդութեան. *Առաջնորդական հանդէս, կամ պսակ, կամ իր եւ կոչումն. Յհ. կթ.: Նար.… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)